Κεφάλαιο 7
Το μνημόσυνο του Στήαρ
-Κάντυ, είσαι έτοιμη, παιδί μου?
-Ναι, αδελφή Μαρία!
-Ο Τζωρτζ είναι έξω με την κα. Πόνυ και πίνουν το καφεδάκι τους.
-Έρχομαι αμέσως!
Το μνημόσυνο θα γινόταν στις 4 το απόγευμα. Η Κάντυ όμως είχε σηκωθεί πολύ νωρίς εκείνη τη μέρα. Ήθελε να πάει όσο νωρίτερα γίνεται. Αφού ήπιανε το καφεδάκι τους μπήκαν στο αυτοκίνητο και ξεκίνησαν για το Λέικγουντ. Ο ουρανός ήταν γεμάτος σύννεφα και έβρεχε ασταμάτητα… τι άσκημος καιρός, σκέφτηκε η Κάντυ…
-Τζωρτζ, ο Άλμπερτ πότε ήρθε?
-Ήρθαμε μαζί χτες το βράδυ. Θα ερχόταν ο ίδιος να σε πάρει αλλά η μεγάλη θεία κανόνισε σήμερα νωρίς το πρωί συνάντηση με κάποιους αντιπροσώπους μας στο Σάο Πάολο. Πρέπει να τακτοποιηθούν ορισμένα ζητήματα, και γι’αυτόν ακριβώς το λόγο ο κύριος Άλμπερτ κι εγώ θα φύγουμε σε… δεσποινίς Κάντυ, τι συμβαίνει?
-Να.. ξέρεις Τζωρτζ, από τότε που ο Άλμπερτ ανέλαβε τα καθήκοντά του, λείπει συνεχώς… θέλω να πω, πάντα ταξίδευε, όμως τώρα…
-Ο κύριος Γουίλιαμ μην ξεχνάτε ότι τώρα πια έχει πάρα πολλές υποχρεώσεις
-Ναι Τζωρτζ, ξέρω…
Με την κουβέντα πέρασε η ώρα και κόντευαν να φτάσουν.. Η βροχή είχε σταματήσει και κάπου κάπου μέσα από τα σύννεφα περνούσαν δειλά κάποιες ηλιαχτίδες που φώτιζαν τα δέντρα… Ακόμα και με τέτοιο καιρό, το τοπίο ήταν μαγευτικό… η Κάντυ καθώς πλησίαζαν στην καγκελόπορτα με τα τριαντάφυλλα σκεφτόταν τα λόγια του Άντονυ…
‘Τα τριαντάφυλλα μαραίνονται και πέφτουν τα φύλλα τους, αλλά δεν πεθαίνουν…ανθίζουν και πέφτουν, και ξανανθίζουν και ξαναπέφτουν, αλλά ζουν για πάντα… το ίδιο και οι άνθρωποι. Πεθαίνουν, αλλά ξαναζούν πιο καλοί στις καρδιές των άλλων… ‘
Μόλις έφτασαν η Κάντυ αναζήτησε τον Άλμπερτ, αλλά δε φαινόταν πουθενά. Η Άννυ, ο Άρτσι και η Πάττυ κάθονταν στην βεράντα και έπιναν τσάι. Οι γονείς του Άρτσι ήταν στο σαλόνι με τη μεγάλη θεία και συζητούσαν.
Η Κάντυ κάθισε με τα παιδιά σκεπτική…
- Κάντυ? Κάντυ με ακούς?
- Ναι, Άρτσι, τι έλεγες?
- Κάντυ, είσαι αφηρημένη… τόση ώρα μιλάμε και αμφιβάλλω αν έχεις ακούσει το παραμικρό από τη συζήτηση… που ταξιδεύεις?
- Να, εγώ… σκεφτόμουν τον Άντονυ… τι γλυκειές αναμνήσεις έχω εδώ… ο Άντονυ και ο Στήαρ…
Ο Άρτσι γύρισε θλιμμένος και κοίταξε την καγκελόπορτα… Για λίγη ώρα, κανείς τους δε μιλούσε… είχαν χαθεί όλοι στις σκέψεις τους… Η Κάντυ έσπασε τη σιωπή
- Ο Άλμπερτ πού είναι? Θέλω να τον δω!
- Κι εμείς δεν τον έχουμε δει ακόμα, και από ότι φαίνεται θα τον δούμε πια στο μνημόσυνο…
Το μνημόσυνο δεν κράτησε πολλή ώρα. Ήταν μια απλή τελετή, με πολύ λίγο κόσμο. Είχαν καλέσει τους πιο στενούς συγγενείς. Λόγω του καιρού αποφάσισαν να την κάνουν στο μεγάλο δωμάτιο. Η Κάντυ κοίταζε τα πορτρέτα… η Ροζ Μαρί, η μητέρα του Άντονυ… τι γλυκιά που ήταν… Στα πορτρέτα είχαν προστεθεί άλλα δύο… ένα του Άντονυ κι ένα του Στήαρ… και οι δυο τους χαμογελούσαν… Ο Άλμπερτ καθόταν δίπλα στη μεγάλη θεία. Πόσο όμορφος ήταν με το μαύρο κουστούμι του…
Οι Ράγκαν κάθονταν σε μια γωνιά σκυθρωποί. Η Ελίζα που και που έριχνε ματιές στην Κάντυ, γεμάτες μίσος. Δεν ανεχόταν το γεγονός ότι αυτή η ορφανή, τώρα ήταν η κόρη του μεγάλου θείου Γουίλιαμ… και είχαν τόσο καλή σχέση… μετά το μνημόσυνο η Ελίζα ήθελε να πάει να μιλήσει στο μεγάλο θείο… Ήταν όμορφος, ήταν το πιο σπουδαίο μέλος της οικογένειας… κι αυτός, είχε πάει παράμερα και συζητούσε με την Κάντυ. Η Ελίζα δεν τόλμησε να πλησιάσει. Κάντυ σε μισώ!!! Θα δεις τι θα σου κάνω!! Δε θα σε αφήσω έτσι, θα δεις…
Είχαν φύγει σχεδόν όλοι από τη μεγάλη αίθουσα, όλοι εκτός από την Κάντυ, τον Άλμπερτ και τον Τζωρτζ. Η Κάντυ αυτή τη φορά βεβαιώθηκε. Κάτι είχε γίνει. Κάτι που της κρατούσαν μυστικό. Τον Άλμπερτ τον ήξερε πολύ καλά. Είχαν ζήσει μαζί τόσους μήνες όταν είχε χάσει τη μνήμη του. Έβλεπε μια έκφραση στο πρόσωπό του πολύ αινιγματική. Και δεν ήταν της ιδέας της. Σίγουρα δεν έκανε λάθος. Και ο Τζωρτζ… πρέπει να αγαπούσε πολύ τον Άντονυ και τον Στήαρ… έβλεπε τα πορτρέτα θλιμμένος…
-Κύριε Γουίλιαμ, πότε θέλετε να ξεκινήσουμε?
-Το καλύτερο θα ήταν να φύγουμε σήμερα, αλλά νομίζω ότι πρέπει να συνοδέψω τη μικρή μου Κάντυ ο ίδιος στο ορφανοτροφείο…
-Εντάξει, θα πάω να ετοιμάσω τα πράγματά μας
-Ευχαριστώ Τζωρτζ..
Ο Τζωρτζ βγήκε από το μεγάλο δωμάτιο και η Κάντυ έμεινε μόνη της με τον Άλμπερτ. Χωρίς να το σκεφτεί, εντελώς αυθόρμητα, η Κάντυ κοίταξε τον Άλμπερτ στα μάτια και έπεσε στην αγκαλιά του. Πόσο καλά ένιωθε όταν είχε τον Άλμπερτ δίπλα της… Έμειναν έτσι, αγκαλιασμένοι, χωρίς να μιλάνε, αρκετή ώρα.. η Κάντυ στην αγκαλιά του Άλμπερτ έβρισκε γαλήνη και ηρεμία. Ένιωθε σαν να βρίσκεται σε ένα ήρεμο λιμάνι, μετά από ένα δύσκολο ταξίδι… Πήρε βαθιές ανάσες και ησύχασε… ο Άλμπερτ της έδινε δύναμη και κουράγιο. Κοντά του ένιωθε ότι μια σιγουριά… τον κοίταζε στα μάτια και έπαιρνε κουράγιο. Ένιωθε ότι όλα θα πάνε καλά από δω και πέρα…
Ο Άλμπερτ την κοίταζε με στοργή… Πήγε κάτι να πει, αλλά δεν το έκανε.
- Άλμπερτ, μου λείπεις πολύ…
Μόνο αυτό κατάφερε να πει η Κάντυ.
-Έχω πολλές υποχρεώσεις, μικρή μου, αλλά πάντα είμαι και θα είμαι κοντά σου!..
-Το ξέρω…
Στο δρόμο της επιστροφής δεν είπαν σχεδόν τίποτα….
……………………………………………………………………………………..
Η αδελφή Μαίρη Τζέιν βημάτιζε αναστατωμένη πάνω-κάτω… είχε περάσει μια βδομάδα τώρα που ο γιατρός Μισέλ της είχε πει τα νέα…
Έπρεπε να μιλήσει στην Κάντυ η ίδια και μάλιστα σύντομα.. όμως δεν μπορούσε να φύγει τη συγκεκριμένη στιγμή από το νοσοκομείο. Ο Αλιστήαρ μέχρι να μπορέσει να ταξιδέψει, θα περάσουν ακόμα τρεις μήνες. Θα έχει βέβαια ένα μικρό πρόβλημα στο πόδι του, αλλά όχι σοβαρό. Με τις κατάλληλες ασκήσεις θα αναρρώσει τελείως. Το σημαντικό είναι ότι η εγχείρηση στα νεφρά του πέτυχε, όμως πρέπει να ακολουθήσει πιστά τις οδηγίες των γιατρών και για ένα διάστημα να είναι ακίνητος.
Όμως πρέπει να πάω στο σπίτι της Πόνυ. Δεν μπορώ να στείλω κάποιον άλλο και αυτή την περίοδο με χρειάζονται στο νοσοκομείο… Μήπως να καλέσω το σαΐνι να έρθει εδώ? Όχι, όχι, πρέπει να πάω η ίδια…Χμμ…. θα πάθουν σοκ! Πρέπει να σκεφτώ πολύ καλά πώς θα τους το πω …