Κεφάλαιο 10
Ο Άλμπερτ συναντάει τον Τέρυ
Είχε περάσει πολύς καιρός από την τελευταία φορά που ο Άλμπερτ είχε τη δυνατότητα να παρακολουθήσει μια θεατρική παράσταση μαζί με τον Τζορτζ… Είχαν κι οι δύο προσηλωθεί στο έργο! Ο Τζωρτζ κάποια στιγμή δάκρυσε… τόσο ο ρόλος του Άμλετ, όσο και η εκπληκτική ερμηνεία του Τέρρυ, τον έκαναν να ταξιδέψει στο χρόνο και να θυμηθεί δικά του βιώματα… ξύπνησαν μέσα του συναισθήματα που είχε θάψει όλα αυτά τα χρόνια… είχε στρωθεί στη δουλειά για να ξεχάσει. Να ξεχάσει τον πόνο, το μίσος, το θυμό, την απόγνωση!!!
Ο Άλμπερτ στο διάλλειμα γύρισε και τον κοίταξε. Όμως ο Τζωρτζ, λες και δεν ήταν εκεί. Λες και ταξίδευε στον δικό του κόσμο. Ο Άλμπερτ ήταν αποφασισμένος αυτή τη φορά να επέμβει. Δε θα περάσει η Κάντυ και ο Τέρρυ, αυτά που πέρασε ο Τζωρτζ. Όχι!!
- Τζωρτζ, αυτή εκεί δεν είναι η Σουζάννα Μάρλοου?
- Τι είπες, Άλμπερτ?
- Εκείνη η κοπέλα μπροστά, στο αναπηρικό καροτσάκι…
- Νομίζω πως ναι, αλλά … Άλμπερτ πού πας?
Ο Άλμπερτ όμως δεν τον άκουγε. Είχε ήδη σηκωθεί και κατευθυνόταν προς το μέρος της Σουζάννα.
Η Σουζάννα ξαφνιάστηκε όταν είδε αυτόν τον πανέμορφο νέο να κατευθύνεται προς το μέρος της. Ακόμα πιο πολύ ξαφνιάστηκε όταν σταμάτησε μπροστά της και ξεκίνησε να της μιλάει…
- Είσαι η Σουζάννα, η Σουζάννα Μάρλοου, έτσι δεν είναι?
Ο τόνος της φωνής του ήταν ευγενικός μεν αλλά πολύ αυστηρός.
- Ναι, κύριε, εγώ είμαι. Εσείς όμως ποιος είστε?
- Ονομάζομαι Γουίλιαμ Άλμπερτ Άρτλευ. Μπορώ να καθήσω?
Η Σουζάννα στο άκουσμα του ονόματος χλόμιασε. Άρτλευ! Να έχει σχέση με την Κάντυ?
- Ναι, καθίστε…
- Ας αφήσουμε τις τυπικότητες και τις ευγένειες.
- Ποιος είστε?
- Είμαι ο κηδεμόνας της Κάντυ.
- Της Κάντυ?
- Ναι, της Κάντυ. Εντελώς τυχαία βρίσκομαι εδώ σήμερα, και χαίρομαι ιδιαίτερα που σε γνωρίζω από κοντά. (φαντάζομαι εσύ όχι, σκέφτηκε ο Άλμπερτ…)
Η Σουζάννα δεν ήξερε τι να πει και πώς να αντιδράσει.
- Κοίταξε, δεν έχω πολύ χρόνο, θα σου πω γρήγορα αυτά που έχω να πω και θέλω να τα σκεφτείς καλά.
Η Σουζάννα ένιωσε ένα κόμπο να την πνίγει. Δεν μπορούσε να κάνει και διαφορετικά… η αλήθεια είναι ότι ήθελε πολύ να μάθει τι τον έφερε εκεί. Ούτως ή άλλως, θα το μάθαινε, ήθελε δεν ήθελε.
- Ξέρω πολύ καλά τι έχει συμβεί ανάμεσα σε σένα, στον Τέρυ και στην Κάντυ. Ξέρω επίσης ότι πριν λίγους μήνες έστειλες στην Κάντυ ένα γράμμα.
- Το γράμμα? …
- Μη με διακόπτεις! Καταλαβαίνω ότι μπορεί να ερωτεύτηκες τον Τέρρυ και να έκανες μια θυσία. Αναλογίστηκες ποτέ όμως πόσο κακό του έχεις κάνει?
Και όχι μόνο σε εκείνον, αλλά και στην Κάντυ. Εσύ τώρα νιώθεις ευτυχισμένη? Νιώθεις καλά ξέροντας ότι έχεις δίπλα σου έναν άνθρωπο που υποφέρει? Που λόγω του χαρακτήρα του δεν θα σε εγκαταλείψει, αλλά η καρδιά του πονά γιατί είναι δοσμένη αλλού. Και την Κάντυ… την σκέφτηκες ποτέ?
Η Σουζάννα χαμήλωσε το βλέμμα… δεν είχε συνηθίσει να της μιλάνε έτσι. Ειδικά μετά το ατύχημα όλοι την αντιμετώπιζαν με οίκτο και της μιλούσαν όμορφα και ευγενικά. Αυτός δεν δείχνει να συγκινείται από την αναπηρία της. Την αντιμετωπίζει σαν ίση… Δεν πρόλαβε να μιλήσει. Ο Άλμπερτ συνέχισε…
- Καταλαβαίνω ότι άλλαξε όλη σου η ζωή τη μέρα που έχασες το πόδι σου. Σκέψου όμως ότι ταυτόχρονα εκείνη τη μέρα ο Τέρρυ και η Κάντυ έχασαν για πάντα ο ένας τον άλλο. Θυσίασαν την αγάπη τους. Κι αυτό γιατί? Άξιζε τελικά? Είσαι ευτυχισμένη? Ο Τέρυ είναι ευτυχισμένος? Θέλεις να μάθεις για την Κάντυ? Μπορεί να μη σε νοιάζει, αλλά εγώ θα σου πω. Γιατί την ξέρω και την καταλαβαίνω καλύτερα από τον καθένα σας! Η Κάντυ είναι δυνατή, πολύ δυνατή. Κάνει τα πάντα για να πάει παρακάτω και να ξεχάσει. Ζει στο ορφανοτροφείο και φροντίζει τα παιδιά, μαζί με την κυρία Πόνυ και την αδελφή Μαρία. Όμως από τότε που γύρισε από τη Νέα Υόρκη, δεν είναι η ίδια. Υπάρχει στο βλέμμα της μια θλίψη που δε λέει να φύγει. Τον αγαπάει τον Τέρρυ και υποφέρει μακριά του. Όμως ξέρει ότι αυτό έπρεπε να γίνει. Και σε ρωτάω, γιατί όλο αυτό?
Και συ η ίδια ξέρεις ότι και ο Τέρρυ υποφέρει.
Καταλαβαίνω ότι δεν είναι εύκολη η ζωή σου μετά το ατύχημα, αλλά δεν είσαι ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία που έχει μια σωματική αναπηρία.
Η Σουζάννα δεν μπορούσε να αντιδράσει. Ήξερε πολύ καλά που το πήγαινε αυτός ο νεαρός. Το κουδούνι τους ειδοποίησε ότι το διάλλειμα τελειώνει…
-Πρέπει να γυρίσω στη θέση μου. Σκέψου πολύ καλά αυτά που σου είπα. Όταν ένας άνθρωπος θυσιάζεται, δε ζητάει ανταλλάγματα. Έχεις πιαστεί από τον Τέρρυ. Ψάξε να βρεις κάποια άλλα πράγματα που θα δώσουν νόημα στη ζωή σου. Στην Ευρώπη γίνεται πόλεμος… Ξέρεις πόσοι τραυματίες υπάρχουν? Θυσιάστηκαν, ο καθένας για να υπερασπίσει κάτι, όμως δεν ζητάνε ανταλλάγματα. Αυτή είναι η πραγματική θυσία. Και η ζωή δεν τελειώνει. Πάντα υπάρχει κάτι να δίνει νόημα…
Ο Άλμπερτ σηκώθηκε να φύγει. Κοντοστάθηκε.
- Και κάτι τελευταίο. Όταν τελειώσει η παράσταση, θα πάω να μιλήσω με τον Τέρρυ, και σε παρακαλώ να μην μας διακόψεις!
Ο Άλμπερτ επέστρεψε κοντά στον Τζωρτζ, ενώ η Σουζάννα τον κοίταζε σαστισμένη να απομακρύνεται. Της ήταν αδύνατον να μείνει για το υπόλοιπο της παράστασης. Με τη βοήθεια της Ναταλί, της γυναίκας που την φρόντιζε όταν δεν ήταν κοντά η μητέρα της, βγήκε από την αίθουσα και επέστρεψε στο ξενοδοχείο της.
Καθώς περνούσε από μπροστά τους, ο Τζωρτζ είπε στον Άλμπερτ..
-Να υποθέσω ότι είσαι υπεύθυνος γι’αυτή την απροσδόκητη αναχώρηση?
-Πρέπει να μπουν στη θέση τους κάποια πράγματα σήμερα, Τζωρτζ!...
Πολύ σπάνια ο Άλμπερτ έβγαινε εκτός ορίων. Μετά από τη συνάντησή του με τη Σουζάννα, του ήταν αδύνατον να συγκεντρωθεί στο έργο. Ανυπομονούσε να τελειώσει η παράσταση και να βρεθεί επιτέλους κοντά στον Τέρρυ.
Όταν έπεσε η αυλαία, ο Άλμπερτ σηκώθηκε αστραπιαία και κατευθύνθηκε προς τα καμαρίνια. Ο Τζωρτζ τον περίμενε έξω, ιδιαίτερα περήφανος γι’αυτόν… αν τότε ο Άλμπερτ ήταν λίγο πιο μεγάλος, θα μπορούσε να βοηθήσει και τον ίδιο… όμως τώρα πια όλα αυτά ανήκουν στο παρελθόν. Το παρελθόν δεν μπορούμε να το αλλάξουμε. Όμως το μέλλον όλο είναι μπροστά τους! Και ο Άλμπερτ είναι αποφασισμένος να κάνει τα πάντα για να δει την μικρή Κάντυ ευτυχισμένη!!!
Ο Τέρυ μόλις άκουσε το χτύπημα στην πόρτα δυσανασχέτησε! Πόσο διαφορετικά θα ήταν, αν ήξερα ότι μου χτυπάει την πόρτα η Κάντυ, σκέφτηκε…
- Τέρυ, μπορώ να μπω?
Μα αυτή η φωνή…δεν είναι δυνατόν…ο Τέρυ τινάχτηκε από την καρέκλα του…
-Περάστε!...
-Γεια σου, Τέρρυ!...
-Άλμπερτ! Άλμπερτ!!!
Ο Τέρυ δεν μπορούσε να το πιστέψει! Μόλις είδε τον Άλμπερτ, έτρεξε σαν μικρό παιδάκι και έπεσε στην αγκαλιά του…
- Άλμπερτ, είσαι καλά?
- Ναι, τώρα είμαι καλά, Τέρρυ…
Ο Άλμπερτ του διηγήθηκε όσο πιο περιεκτικά μπορούσε, όλα όσα πέρασε, από τότε που έφυγε από το Λονδίνο για την Αφρική. Ο Τέρρυ τον άκουγε με μεγάλη προσοχή… Έμεινε έκπληκτος όταν άκουσε ότι ο Άλμπερτ είναι ο μεγάλος θείος…
- Αχ, Άλμπερτ, αν το ξέραμε τότε, τότε που είχαν αποβάλει την Κάντυ από το κολέγιο, θα είχαν γίνει όλα πολύ διαφορετικά…
- Δεν έχω καταλάβει κάτι Τέρρυ. Όταν έφυγες, γιατί εγκατέλειψες την Κάντυ?
- Άλμπερτ, δεν την εγκατέλειψα! Για κείνη το έκανα!
- Θα μπορούσες να αλληλογραφείς μαζί της.
- Έφυγα για να συνεχίσει εκείνη τις σπουδές της. Ήμουν πολύ μικρός, δεν μπορούσα να της προσφέρω τίποτα!
- Ούτε μια επικοινωνία? Ένα γράμμα?
- Η Κάντυ αν ήξερε που είμαι, θα με ακολουθούσε και θα γινόμουν ίσως η αιτία να την διώξουν από την οικογένεια της. Βλέπεις, Άλμπερτ, εκείνη δεν μου το είχε πει ποτέ, αλλά το ξέρω… το ξέρω πολύ καλά ότι με αγάπησε…
Ο Τέρρυ χαμήλωσε το βλέμμα. Πόσος πόνος, Θεέ μου, σκέφτηκε ο Άλμπερτ..
Ο Τέρρυ συνέχισε με φωνή που έτρεμε…
- Όταν μου έδωσαν το ρόλο του Ρωμαίου, ήταν από τις πιο ευτυχισμένες στιγμές της ζωής μου. Είχα αρχίσει επιτέλους να κάνω κάτι. Να φτιάχνω ένα όνομα… Έστειλα στην Κάντυ ένα εισητήριο χωρίς επιστροφή. Θα μπορούσα επιτέλους να την κρατήσω κοντά μου για πάντα! Όπως και να το έπαιρνε η οικογένειά της, έβγαζα πια πολλά λεφτά και ήμουν ικανός να ανταπεξέλθω… όμως… όμως μας πήγαν όλα ανάποδα…
-Τέρρυ, ήθελα να μάθω αν την αγαπάς ακόμα, να το ακούσω από σένα. Όμως, Τέρυ, δεν χρειάζεται να πεις τίποτα. Πήρα τις απαντήσεις που θέλω…
-Άλμπερτ, δεν μπορώ να κάνω τίποτα!!! Νιώθω εγκλωβισμένος…
-Το ξέρω…
-Η Σουζάννα δε μου ζήτησε τίποτα, όμως δεν μπορώ να την αφήσω, θα νιώθω την σκιά της να με ακολουθεί παντού…
-Το ξέρω, Τέρρυ. Θέλω να κάνεις υπομονή και κουράγιο. Και όλα θα φτιάξουν. Στο υπόσχομαι!
-Άλμπερτ, είναι αργά πια για μένα.
-Ποτέ δεν είναι αργά, Τέρρυ, να μην χάνεις το θάρρος σου! Πρέπει να φύγω τώρα, αλλά πριν φύγω, θέλω να σου πω και κάτι τελευταίο..
Ο Τέρρυ τον κοίταζε βουρκωμένος. Η καρδιά του πήγαινε να σπάσει.
- Τέρρυ, κι εκείνη σ’αγαπάει…