Κεφάλαιο 4
Το μεγάλο όνειρο πραγματοποιείται…
Ήταν τέλη Νοέμβρη. Η Πάττυ είχε επιστρέψει στο σπίτι της Πόνυ, και βοηθούσε τα παιδιά στα μαθήματά τους. Είχε αλλάξει πολύ. Η καινούρια της ζωή της άρεσε. Επιτέλους χαμογελούσε ξανά! Η Κάντυ ένιωθε πολύ υπερήφανη για την φίλη της! Εκείνο το πρωί, ήρθε ο Τζίμι να φέρει γάλα στα παιδιά και πήρε μαζί του την Κάντυ να επισκεφτούν τον κ. Καλτράιτ. Το απόγευμα, καθώς επέστρεφαν, η Κάντυ διέκρινε από μακριά ένα γνωστό αυτοκίνητο…
-Επιτέλους!!! Άλμπερτ! Άλμπερτ!!!
-Κάντυ, πρόσεχε! Θα χτυπήσεις!
Ο Τζίμι άδικα της φώναζε! Η Κάντυ είχε πηδήξει από το κάρο και έτρεχε στο σπίτι της Πόνυ. Άνοιξε με δύναμη την πόρτα και είδε την κ. Πόνη, την αδελφή Μαρία, την Πάττυ και τον Τζορτζ να πίνουν το τσάι τους!
-Το κοριτσάκι μας δεν άλλαξε καθόλου, έτσι αδελφή Μαρία?
Η κα. Πόνυ χαμογελούσε στοργικά.
- Γεια σου Τζορτζ! Καλώς ήρθες! Ο Άλμπερτ?
- Μην ανησυχείς, Κάντυ, είναι κι εκείνος εδώ. Ήρθαμε πριν 3 ώρες περίπου. Ο Άλμπερτ πριν από λίγο έφυγε, θέλησε να ανέβει μέχρι το λόφο. Είχαμε πολύ φορτωμένο πρόγραμμα όσο λείπαμε και….
- Πάω αμέσως να τον βρω!
Η Κάντυ δεν άντεχε να περιμένει! Τον είχε πεθυμήσει αφάνταστα!
-Κοριτσάκι, πού τρέχεις έτσι βιαστικά?
Η Κάντυ άκουσε τη φωνή του Άλμπερτ, αλλά δεν τον έβλεπε πουθενά!
-Κάντυ, εδώ!
-Έπρεπε να το φανταστώ…
Ο Άλμπερτ είχε σκαρφαλώσει πάνω σε ένα δέντρο και θαύμαζε το ηλιοβασίλεμα…
- Έρχομαι αμέσως!
Σε ένα λεπτό η Κάντυ βρισκόταν δίπλα του!...
-Ω, Άλμπερτ, να ήξερες πόσο μου έλειψες…
-Κι εσύ, Κάντυ!...
Κάθισαν αγκαλιά σε ένα κλαδί, με την Πούπε να παίζει χαρούμενη πάνω στα πόδια τους και χάζευαν τον ήλιο. Το τοπίο ήταν μαγευτικό. Η Κάντυ όταν ένιωθε τον Άλμπερτ δίπλα της δε φοβόταν τίποτα. Πάντα την ηρεμούσε η παρουσία του και τη γέμιζε αισιοδοξία και γαλήνη.
-Θέλω να σου πω τόσα πολλά Άλμπερτ! Δεν ξέρω από πού να αρχίσω!
-Κι εγώ έχω να σου πω πάρα πολλά Κάντυ. Αλλά νομίζω ότι τώρα δεν είναι η κατάλληλη στιγμή..
Η Κάντυ ήθελε τόσο πολύ να του πει ότι διακρίνει κάτι στο βλέμμα του… Κάτι που δεν μπορεί να εξηγήσει. Όμως δεν μπόρεσε να το κάνει.
Αφού κάθισαν έτσι, χωρίς να μιλάνε για αρκετή ώρα, η Κάντυ αποφάσισε να σπάσει τη σιωπή…
- Άλμπερτ, θέλω να ακυρώσεις την υιοθεσία μου.
- Κάντυ, τι λες?
- Ναι, Άλμπερτ, το έχω σκεφτεί πολύ καλά. Θέλω…
- Όχι, Κάντυ, δεν το κάνω. Είσαι η Κάντυ Γουάιτ Άρτλευ. Αυτό είναι το όνομά σου και θα παραμείνει…
- Μα, Άλμπερτ…
- Ήθελες κάτι να μου πεις σχετικά με το ορφανοτροφείο… Λοιπόν, ποια είναι τα μεγάλα σχέδια που έχεις στο μυαλό σου?
Ο Άλμπερτ μου αλλάζει συζήτηση… δεν θέλει ούτε να το ακούσει. Ας είναι. Θα του το ζητήσω ξανά κάποια άλλη στιγμή.
- Να, σκεφτόμουν ότι θα ήθελα πολύ να φτιάξουμε ένα νοσοκομείο… Mια μικρή κλινική που θα υπάρχει γιατρός και…
- Κάντυ, μα αυτό είναι υπέροχο! Έπρεπε να μου το είχες πει νωρίτερα! Κι εγώ το είχα στο μυαλό μου και σκεφτόμουν να σου το πω
- Άλμπερτ, δηλαδή συμφωνείς?
- Θα έχει και την καλύτερη νοσοκόμα του κόσμου!..
- Ω, Άλμπερτ!..
- Μα είσαι η καλύτερη! Θυμάμαι με πόση αγάπη και καλοσύνη με φρόντιζες όταν είχα χάσει τη μνήμη μου…
- Άλμπερτ!...
Ο Άλμπερτ έμεινε περίπου μια βδομάδα. Μέσα σε αυτές τις μέρες έπρεπε να γίνουν πολλά. Η Κάντυ ανέλαβε να ψάξει για προσωπικό. Μέχρι το Μάρτιο υπολόγιζαν να είναι έτοιμο. Η δυτική πτέρυγα της εκκλησίας είχε ανακαινισθεί και ήδη η αίθουσα που είχε αναλάβει ο Άλμπερτ (για να γίνει αναγνωστήριο) κόντευε να τελειώσει. Έμεναν μόνο κάποιες λεπτομέρειες. Ο Άλμπερτ τους έφτιαξε μια υπέροχη βιβλιοθήκη και η Πάττυ ανέλαβε να την οργανώσει. Διάλεξε τα απαραίτητα βιβλία για μελέτη αλλά και ένα τμήμα της περιείχε βιβλία λογοτεχνικά, βιβλία με παραμύθια για τα μικρά παιδιά καθώς και μία σειρά με βιβλία για μικρές κατασκευές. Η αίθουσα θα ονομαζόταν Αλιστήαρ Κόρνγουελ.
Όσο για την κλινική, η Κάντυ έγραψε αμέσως στο γιατρό Μάρτιν. Θα ήταν υπέροχο να μπορέσει να έρθει και να εργαστούν ξανά μαζί. Ο καθαρός αέρας θα του έκανε καλό. Επίσης η Κάντυ είχε σκοπό να τον βοηθήσει να σταματήσει να πίνει μια για πάντα!
Οι μέρες πέρασαν πολύ γρήγορα. Ο Άλμπερτ έπρεπε να φύγει ξανά, αλλά αυτή τη φορά υπήρχαν τόσα πράγματα που είχε να κάνει η Κάντυ, που την γέμιζαν ενθουσιασμό και στεναχωριόταν λιγότερο.
Μια μέρα πριν το ταξίδι της αναχώρησής του η κα. Πόνυ και η αδελφή Μαρία τον κάλεσαν στο σπίτι να του κάνουν το τραπέζι. Όσο η Κάντυ, η Πάττυ και τα παιδιά ετοίμαζαν το τραπέζι, η Κάντυ παρατήρησε ότι ο Άλμπερτ με τον Τζορτζ συζητούσαν πολύ σοβαρά με την κυρία Πόνυ και την αδελφή Μαρία… κάποια στιγμή που πέρασε από κοντά τους πήρε το αφτί της την εξής φράση…
-Ακόμα δε θέλω να μάθει τίποτα. Όταν έρθει η κατάλληλη στιγμή, θα της μιλήσω εγώ ο ίδιος.
Μα τι ήταν αυτό που ήθελε να της πει ο Άλμπερτ? Και το ήξεραν επίσης η κα. Πόνυ και η αδελφή Μαρία? Μάλλον για το ορφανοτροφείο θα ήταν. Ή για την κλινική?
Και γιατί είχε αυτό το αινιγματικό ύφος ο Άλμπερτ? Τις σκέψεις της διέκοψε η Πάττυ.
-Κάντυ, χρειαζόμαστε 5 ποτήρια ακόμα. Όλα τα υπόλοιπα είναι έτοιμα!
-Έρχομαι, Πάττυ!..
Ήταν ένα ευχάριστο δείπνο. Ο Άλμπερτ με τον Τζορτζ έφυγαν αργά το βράδυ. Η Κάντυ ένιωθε πολύ μεγάλη υπερένταση… σκεφτόταν τα χίλια δυο πράγματα που έπρεπε να γίνουν και έτσι όπως τα είχε όλα αυτά στο μυαλό της, έπλαθε εικόνες με τη φαντασία της! Σε λίγους μήνες όλα αυτά θα ήταν πραγματικότητα! Όμως τι ήταν αυτό που θα της έλεγαν? Είχε μεγάλη αγωνία. Του έχω εμπιστοσύνη του Άλμπερτ, σκέφτηκε. Κάποια στιγμή θα το μάθω. Πρέπει να ξεκουραστώ, γιατί από αύριο έχω πάρα πολλή δουλειά. Μια κλινική… εδώ, στο σπίτι της Πόνυ! Θα είναι υπέροχα!!!
Έτσι, με τις εικόνες που έπλαθε στο μυαλό της, κάποια στιγμή αποκοιμήθηκε!